προκρίνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προκρίνομαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
προκρίνομαι
- με προκρίνουν, με προτιμούν
- τελικά προκρίθηκε η λύση της μεταφοράς του φορτίου με το τρένο
- ...
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προκρίνομαι