προνοητικώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: προνοητικῶς

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προνοητικώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προνοητικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε προνοητικ(ός) + -ώς.

Επίρρημα[επεξεργασία]

προνοητικώς

Πηγές[επεξεργασία]