προσήχθη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

προσήχθη

  • γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής παθητικού αορίστου του ρήματος προσάγω