προσδέχομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσδέχομαι < αρχαία ελληνική προσδέχομαι
Ρήμα[επεξεργασία]
προσδέχομαι
- (λόγιο) υποδέχομαι κάποιον ή κάτι με ευχαρίστηση
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσδέχομαι
|