προσκρούσουν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

προσκρούσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσκρούω
  2. θα προσκρούσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσκρούω