προσλαμβάνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
προσλαμβάνομαι θηλυκό
- παθητική φωνή του ρήματος προσλαμβάνω, με παίρνουν σε μια δουλειά, με προσλαμβάνουν
προσλαμβάνομαι θηλυκό