προσφέροντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
προσφέροντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος προσφέρω
- Της ευχήθηκε για τη γιορτή της προσφέροντάς της ένα μπουκέτο λουλούδια και ένα κουτί γλυκά.