προσφύγει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
προσφύγει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος προσφεύγω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσφεύγω
- θα προσφύγει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσφεύγω