πρωταγωνιστήσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
πρωταγωνιστήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πρωταγωνιστώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πρωταγωνιστώ
- θα πρωταγωνιστήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πρωταγωνιστώ