πρωταγωνιστήσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

πρωταγωνιστήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πρωταγωνιστώ
  2. θα πρωταγωνιστήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πρωταγωνιστώ