πτίσσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πτίσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(t)pis- (σπάω, θραύω). Συγγενές το λατινικό pistus (σπασμένος). Τα παράγωγα και οι ρηματικοί τύποι, από θέμα πτισ-, και μόνο ο ενεστώτας του ρήματος με θέμα πτισσ- αναλογικά προς πλάσσω, πάσσω.[1]
Ρήμα[επεξεργασία]
πτίσσω
- τρίβω και ξεφλουδίζω, κριθαρίζω, αποφλοιώνω κριθάρι, το κοπανώ ή το αλέθω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- πτισσουσῶν ᾠδή τραγούδι που έλεγαν οι γυναίκες όση ώρα κριθάριζαν -όταν καθάριζαν πολλές μαζί το κριθάρι-
- (Αριστοφάνης, Αποσπάσματα, 339, και πτισσουσῶν 352 @loeb
Παράγωγα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές[επεξεργασία]
- πτίσσω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πτίσσω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.