πτύσμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πτύσμα < πτύω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτύσμα ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]