πόνεϊ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πόνεϊ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πόνεϊ ουδέτερο άκλιτο
- είδος μικρόσωμων αλόγων ράτσας, με πλούσια χαίτη και ουρά, που διακρίνονται για την αντοχή και την ήρεμη συμπεριφορά τους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πόνεϊ
|