πόστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πόστος < λείπει η ετυμολογία

Αντωνυμία[επεξεργασία]

πόστος

  • (ερωτηματική) ποιος (στη σειρά, ή γενικότερα σε αριθμημένο σύνολο)