ριζοσπαστικοποιήσαμε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ριζοσπαστικοποιήσαμε
- α' πληθυντικό οριστικής αορίστου του ρήματος ριζοσπαστικοποιώ
ριζοσπαστικοποιήσαμε