ριμπάουντ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ριμπάουντ < αγγλική rebound
Ο Ισπανός παίκτης Inaki de Miguel κερδίζει ένα ριμπάουντ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ριμπάουντ ουδέτερο άκλιτο

  • (αθλητισμός) η επιτυχημένη ενέργεια να πάρει ένας παίκτης υπό την κατοχή του την μπάλα μετά από μια αποτυχημένη βολή

Μεταφράσεις[επεξεργασία]