ροκάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ροκάρω
- (νεολογισμός): επιδίδομαι με οποιοδήποτε τρόπο σε μουσική και τραγούδια ροκ
Παράγωγα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ροκάρω
|