σάμερε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τσακωνικά (tsd)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σάμερε < (κληρονομημένο) δωρική διάλεκτος σάμερον (σήμερα) < πρωτοελληνική *ťāmeron (συγκρίνετε με τον αττικό τύπο σήμερον) Συγγενές με το νεοελληνικό σήμερα
Προφορά
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]σάμερε
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ άρτε - σελ.138.jpg, τόμ.1 - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 1ος@academyofathens
Πηγές
[επεξεργασία]- σάμερε - σελ.126.jpg, τόμ.3 - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 3ος@academyofathens