σάμερε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τσακωνικά (tsd)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σάμερε < (κληρονομημένο) δωρική διάλεκτος σάμερον (σήμερα) < πρωτοελληνική *ťāmeron (συγκρίνετε με τον αττικό τύπο σήμερον) Συγγενές με το νεοελληνικό σήμερα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈsamere/

Επίρρημα[επεξεργασία]

σάμερε

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. άρτε - σελ.138.jpg, τόμ.1Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 1ος@academyofathens

Πηγές[επεξεργασία]