σέστο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σέστο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σέστο ουδέτερο

  • (κεφαλονίτικο ιδίωμα) καμώματα, χρησιμοποιείται συνήθως στον πληθυντικό:
    Τι σέστα είναι εφκιά = "τι καμώματα είναι αυτά".

Μεταφράσεις[επεξεργασία]