σίντο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σίντο < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική 神道 (Shintō)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σίντο ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]