σαβόρε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαβόρε < ιταλική savore < λατινική sapor, -oris (= γεύση, χυλός)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαβόρε ουδέτερο άκλιτο

  • όξινο μαγειρικό παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται για καρύκευση και διατήρηση τηγανητών ψαριών. Αυτό περιλαμβάνει συνηθέστερα λάδι, ξύδι, σκόρδο, αλεύρι και δενδρολίβανο.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • ψάρια σαβόρε

Μεταφράσεις[επεξεργασία]