σαραβαλιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαραβαλιάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
σαραβαλιάζω
- (μεταβατικό) μετατρέπω κάτι σε σαράβαλο
- (αμετάβατο) γίνομαι σαράβαλο
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σαραβαλιάζω | σαραβάλιαζα | θα σαραβαλιάζω | να σαραβαλιάζω | σαραβαλιάζοντας | |
β' ενικ. | σαραβαλιάζεις | σαραβάλιαζες | θα σαραβαλιάζεις | να σαραβαλιάζεις | σαραβάλιαζε | |
γ' ενικ. | σαραβαλιάζει | σαραβάλιαζε | θα σαραβαλιάζει | να σαραβαλιάζει | ||
α' πληθ. | σαραβαλιάζουμε | σαραβαλιάζαμε | θα σαραβαλιάζουμε | να σαραβαλιάζουμε | ||
β' πληθ. | σαραβαλιάζετε | σαραβαλιάζατε | θα σαραβαλιάζετε | να σαραβαλιάζετε | σαραβαλιάζετε | |
γ' πληθ. | σαραβαλιάζουν(ε) | σαραβάλιαζαν σαραβαλιάζαν(ε) |
θα σαραβαλιάζουν(ε) | να σαραβαλιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σαραβάλιασα | θα σαραβαλιάσω | να σαραβαλιάσω | σαραβαλιάσει | ||
β' ενικ. | σαραβάλιασες | θα σαραβαλιάσεις | να σαραβαλιάσεις | σαραβάλιασε | ||
γ' ενικ. | σαραβάλιασε | θα σαραβαλιάσει | να σαραβαλιάσει | |||
α' πληθ. | σαραβαλιάσαμε | θα σαραβαλιάσουμε | να σαραβαλιάσουμε | |||
β' πληθ. | σαραβαλιάσατε | θα σαραβαλιάσετε | να σαραβαλιάσετε | σαραβαλιάστε | ||
γ' πληθ. | σαραβάλιασαν σαραβαλιάσαν(ε) |
θα σαραβαλιάσουν(ε) | να σαραβαλιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σαραβαλιάσει | είχα σαραβαλιάσει | θα έχω σαραβαλιάσει | να έχω σαραβαλιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις σαραβαλιάσει | είχες σαραβαλιάσει | θα έχεις σαραβαλιάσει | να έχεις σαραβαλιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει σαραβαλιάσει | είχε σαραβαλιάσει | θα έχει σαραβαλιάσει | να έχει σαραβαλιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σαραβαλιάσει | είχαμε σαραβαλιάσει | θα έχουμε σαραβαλιάσει | να έχουμε σαραβαλιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε σαραβαλιάσει | είχατε σαραβαλιάσει | θα έχετε σαραβαλιάσει | να έχετε σαραβαλιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σαραβαλιάσει | είχαν σαραβαλιάσει | θα έχουν σαραβαλιάσει | να έχουν σαραβαλιάσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαραβαλιάζω
|