σαρόντ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαρόντ < χίντι सरोद (sarod)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαρόντ ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • sarod στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]