σατυαγκράχι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σατυαγκράχι < σατυαγκράχα < από το σανσκριτικό σάτυα (αλήθεια) + το ινδικό γκράχα (επιμονή)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σατυαγκράχι θηλυκό άκλιτο (εναλλακτική γραφή σατιαγκράχι)

  • αυτός που ακολουθεί μη-βίαιας αντίστασης / παθητικής αντίστασης σύμφωνα με τις αρχές της σατυαγκράχα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]