σβεστήριος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σβεστήριος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

σβεστήριος, -α, -ον

  • αυτός που είναι κατάλληλος για κατάσβεση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]