σεντονιάσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]σεντονιάσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος σεντονιάζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σεντονιάζω
- θα σεντονιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σεντονιάζω