σεστέτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σεστέτο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σεστέτο ουδέτερο

  1. μουσική σύνθεση για έξι φωνές ή έξι όργανα
  2. μουσικό σύνολο από έξι όργανα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]