σιροπιάσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

σιροπιάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος σιροπιάζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σιροπιάζω
  3. θα σιροπιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σιροπιάζω