σιτέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σιτέω < σῖτος
Ρήμα[επεξεργασία]
σιτέω και σιτέομαι ως αποθετικό (σιτήσομαι, ἐσιτήθην)
- τρέφομαι (όταν συντάσσεται με αιτιατική, τρώω από κάτι, αυτό που τρώω)
- ※ ὀρνίθων δὲ τούς τε ὄρτυγας καὶ τὰς νήσσας καὶ τὰ μικρὰ τῶν ὀρνίθων ὠμὰ σιτέονται προταριχεύσαντες (Ηρόδοτος (485 - 421/415 π.Χ.), Ιστορίαι, Ευτέρπη, 77.5)
- από τα πουλιά δε, τα ορτύκια και τις πάπιες και τα μικρά των πουλιών, ωμά τα τρώνε, αφού τα προταριχεύσουν (ΣτΜ: προταριχεύσουν = συντηρήσουν με αλάτι, όπως αναφέρεται λίγο πιο πριν στο κείμενο « ἐξ ἅλμης τεταριχευμένους»)
- ※ ὀρνίθων δὲ τούς τε ὄρτυγας καὶ τὰς νήσσας καὶ τὰ μικρὰ τῶν ὀρνίθων ὠμὰ σιτέονται προταριχεύσαντες (Ηρόδοτος (485 - 421/415 π.Χ.), Ιστορίαι, Ευτέρπη, 77.5)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- σιτεύω και σιτίζω (ταϊζω, παχαίνω κάποιον) και σιτίζομαι
- σιτευτός,ή,όν
- σίτησις-εως (το φαγητό, αλλά και η δημόσια διατροφή)
- σιτηρός,ά,όν (απο σιτάρι, σταρένιος, εδώδιμος)
- σιτηρέσιον (τροφιμα, ζωοτροφές αλλά και ο μισθός του στατιώτη)
- το σιτίον και συνηθέστερα στον πληθ. τα σιτία (κόκκοι σταριού
αλλά και δημόσια διατροφή, γενικά το τρόφιμα και η τροφή)