σιτοπομπός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σιτοπομπός αρσενικό
- ο μεταφορέας σίτου, ο αποστολέας σίτου
- σιτοπομπός ἀπὸ τῆς Αἰγύπτου
σιτοπομπός αρσενικό