σκοτιστεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

σκοτιστεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος σκοτίζομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σκοτίζομαι
  3. θα σκοτιστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σκοτίζομαι