σκουτέλιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκουτέλιον < σκουτέλλιον (και όψιμη ελληνιστική κοινή ) με απλοποίηση της προφοράς και γραφής του διπλού συμφώνου < λατινική scutella (πιατάκι) → και δείτε περισσότερα στο σκουτέλι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκουτέλιον ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]