σκούξεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

σκούξεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σκούζω
  2. θα σκούξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σκούζω