σκρολάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκρολάρω < αγγλική scroll

Ρήμα[επεξεργασία]

σκρολάρω

  • (πληροφορική) μετατοπίζω κείμενο ή εικόνα μέσα σε ένα πλαίσιο στην οθόνη, ώστε να δω ένα μέρος που δεν εμφανιζόταν

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • Η χρήση της λέξης είναι (προς το παρόν) περιορισμένη, προτιμάται η παράφραση με τη λέξη κύλιση.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]