σκρολάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
σκρολάρω
- (πληροφορική) μετατοπίζω κείμενο ή εικόνα μέσα σε ένα πλαίσιο στην οθόνη, ώστε να δω ένα μέρος που δεν εμφανιζόταν
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Η χρήση της λέξης είναι (προς το παρόν) περιορισμένη, προτιμάται η παράφραση με τη λέξη κύλιση.