σκῦλον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκῦλον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκῦλον

  1. το λάφυρο
  2. (στον πληθυντικό) η λαφυραγώγηση, το σκύλευμα

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • σκῦλα γράφω: γράφω το όνομά μου στον οπλισμό του εχθρού που σκότωσα για να το αφιερώσω στους θεούς