σλέπι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σλέπι ουδέτερο
- φορτηγό ποταμόπλοιο, η μπράτζα
- «Εγώ κι η δεσποινίς», του είπα, «θέλουμε να μπούμε στο σλέπι». [...] Έσπρωξε τα γυναικόπαιδα και τους γέρους να παραμερίσουν και φώναξε τον σλεπιτζή να μας βάλει σε καλή θέση ... (Ιάκωβος Καμπανέλλης, Μαουτχάουζεν)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σλέπι
|