σμπαραλιάσουμε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

σμπαραλιάσουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σμπαραλιάζω
  2. θα σμπαραλιάσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σμπαραλιάζω