σομελιέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Σομελιέ που σερβίρει κρασί

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σομελιέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική sommelier

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σομελιέ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]