σουρομαλλιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σουρομαλλιάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
σουρομαλλιάζω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σουρομαλλιάζω | σουρομάλλιαζα | θα σουρομαλλιάζω | να σουρομαλλιάζω | σουρομαλλιάζοντας | |
β' ενικ. | σουρομαλλιάζεις | σουρομάλλιαζες | θα σουρομαλλιάζεις | να σουρομαλλιάζεις | σουρομάλλιαζε | |
γ' ενικ. | σουρομαλλιάζει | σουρομάλλιαζε | θα σουρομαλλιάζει | να σουρομαλλιάζει | ||
α' πληθ. | σουρομαλλιάζουμε | σουρομαλλιάζαμε | θα σουρομαλλιάζουμε | να σουρομαλλιάζουμε | ||
β' πληθ. | σουρομαλλιάζετε | σουρομαλλιάζατε | θα σουρομαλλιάζετε | να σουρομαλλιάζετε | σουρομαλλιάζετε | |
γ' πληθ. | σουρομαλλιάζουν(ε) | σουρομάλλιαζαν σουρομαλλιάζαν(ε) |
θα σουρομαλλιάζουν(ε) | να σουρομαλλιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σουρομάλλιασα | θα σουρομαλλιάσω | να σουρομαλλιάσω | σουρομαλλιάσει | ||
β' ενικ. | σουρομάλλιασες | θα σουρομαλλιάσεις | να σουρομαλλιάσεις | σουρομάλλιασε | ||
γ' ενικ. | σουρομάλλιασε | θα σουρομαλλιάσει | να σουρομαλλιάσει | |||
α' πληθ. | σουρομαλλιάσαμε | θα σουρομαλλιάσουμε | να σουρομαλλιάσουμε | |||
β' πληθ. | σουρομαλλιάσατε | θα σουρομαλλιάσετε | να σουρομαλλιάσετε | σουρομαλλιάστε | ||
γ' πληθ. | σουρομάλλιασαν σουρομαλλιάσαν(ε) |
θα σουρομαλλιάσουν(ε) | να σουρομαλλιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σουρομαλλιάσει | είχα σουρομαλλιάσει | θα έχω σουρομαλλιάσει | να έχω σουρομαλλιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις σουρομαλλιάσει | είχες σουρομαλλιάσει | θα έχεις σουρομαλλιάσει | να έχεις σουρομαλλιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει σουρομαλλιάσει | είχε σουρομαλλιάσει | θα έχει σουρομαλλιάσει | να έχει σουρομαλλιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σουρομαλλιάσει | είχαμε σουρομαλλιάσει | θα έχουμε σουρομαλλιάσει | να έχουμε σουρομαλλιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε σουρομαλλιάσει | είχατε σουρομαλλιάσει | θα έχετε σουρομαλλιάσει | να έχετε σουρομαλλιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σουρομαλλιάσει | είχαν σουρομαλλιάσει | θα έχουν σουρομαλλιάσει | να έχουν σουρομαλλιάσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σουρομαλλιάζω
|