σοῦρβον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σοῦρβον < (άμεσο δάνειο) λατινική sorbum < sorbus

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σοῦρβον ουδέτερο