σπαμ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σπαμ < (άμεσο δάνειο) αγγλική spam

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σπαμ ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]