στάρλετ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στάρλετ θηλυκό άκλιτο
- νεαρή ηθοποιός του κινηματογράφου που εμφανίζεται σε δεύτερους ρόλους και προσπαθεί να τραβήξει πάνω της τα φώτα της δημοσιότητας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στάρλετ
|