στένωση του οισοφάγου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
στένωση του οισοφάγου θηλυκό
- (ιατρική): σύσφιξη του οισοφάγου που προκαλεί δυσφορία στην κατάποση, πρόκειται για καλοήθη πάθηση του πεπτικού συστήματος.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στένωση του οισοφάγου
|