στένωση του πυλωρού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]στένωση του πυλωρού θηλυκό
- (ιατρική): νεογνική δυσπλασία του πυλωρού λόγω υπερτροφίας της τελικής άκρης του δωδεκαδακτύλου με συνέπεια τον εμετό, ενώ στους ενήλικες αποτελεί συνέπεια έλκους.
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- η θεραπεία της απαιτεί απλή χειρουργική επέμβαση, καλούμενη πυλωρομυοτομή, ή με λιπαροσκοπική τεχνική
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στένωση του πυλωρού
|