στεγνώσετε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
στεγνώσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στεγνώνω
- θα στεγνώσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στεγνώνω