στελιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στελιάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
στελιάζω
- (κεφαλονίτικο ιδίωμα) στυλώνω, στήνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στελιάζω
|