στεφανιαίοι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

στεφανιαίοι

  1. στεφανιαίος, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. στεφανιαίος, στην κλητική του πληθυντικού