στοιχίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στοιχίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος στοιχίζω < στοίχος
Ρήμα[επεξεργασία]
στοιχίζομαι
- μπαίνω μαζί με άλλους στη σειρά, σε μια γραμμή, σε μια συγκεκριμένη διάταξη στο στρατό, τη γυμναστική, την παρέλαση
συνώνυμα[επεξεργασία]
- τακτοποιούμαι σε μια γραμμή
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στοιχίζομαι
|