στράφι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στράφι < (άμεσο δάνειο) τουρκική israf (σπατάλη) < αραβική إسراف (isrāf, άσωτος)

Επίρρημα[επεξεργασία]

στράφι

  • (μόνο σε εκφράσεις όπως το: "πάω στράφι") χαμένος, αναξιοποίητος, σπαταλημένος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]