στυλάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στυλάκι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στυλάκι ουδέτερο

  1. ύφος ιδιοσυγκρασίας, κίνησης και ρουχισμού
  2. άτομο με όμορφο ή εκλεπτυσμένο στυλ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]