στυλάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στυλάκι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στυλάκι ουδέτερο
- ύφος ιδιοσυγκρασίας, κίνησης και ρουχισμού
- άτομο με όμορφο ή εκλεπτυσμένο στυλ